γενεαλογικός

γενεαλογικός
γενεᾱλογ-ικός, ή, όν,
A genealogical, Plb.9.1.4, Ph.2.141, S.E.M.1.253.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γενεαλογικός — genealogical masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεαλογικός — ή, ό (AM γενεαλογικός, ή, όν) ο σχετικός με τη γενεαλογία ενός ατόμου ή μιας ομάδας οργανισμών («γενεαλογικός πίνακας», «γενεαλογικό δένδρο») …   Dictionary of Greek

  • γενεαλογικός — ή, ό ο σχετικός με τη γενεαλογία: Γενεαλογικό δέντρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γενεαλογικά — γενεαλογικός genealogical neut nom/voc/acc pl γενεαλογικά̱ , γενεαλογικός genealogical fem nom/voc/acc dual γενεαλογικά̱ , γενεαλογικός genealogical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεαλογικῶν — γενεαλογικός genealogical fem gen pl γενεαλογικός genealogical masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεαλογικόν — γενεαλογικός genealogical masc acc sg γενεαλογικός genealogical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεαλογικαῖς — γενεαλογικός genealogical fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεαλογικαί — γενεαλογικός genealogical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεαλογικοῖς — γενεαλογικός genealogical masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεαλογικοί — γενεαλογικός genealogical masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γενεαλογικοῦ — γενεαλογικός genealogical masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”